Επιστροφή — (epistrophe) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστροφή — turning about fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… … Dictionary of Greek
επιστροφή — η 1. το να δίνεται κάτι πίσω, γύρισμα: Επιστροφή των δανεικών. 2. η επάνοδος σε κάποιο τόπο, ο γυρισμός, το ξαναγύρισμα: Η επιστροφή του ξενιτεμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστροφῇ — ἐπιστροφῆι , ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc dat sg (epic ionic) ἐπιστροφή turning about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφαῖς — ἐπιστροφή turning about fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφαί — ἐπιστροφή turning about fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφῇσι — ἐπιστροφή turning about fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφήν — ἐπιστροφή turning about fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστροφῶν — ἐπιστροφή turning about fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)